-
1 угол
1. (мат., тех) η γωνί/αвестовый - см. часовой -мор.) - της κλίσης- наклона (кривой траектории и т.п.) - κλίσης- напыления (между осью струи и покрываемой поверхностью) - ψεκασμού (ανάμεσα στον άξονα ροής και την επιφάνεια της επικάλυψης)предельный - опт. οριακή -путевой (нвг.) - πορείαςтрёхгранный - см. телесный -часовой - (нвг.)(вестовый угол) δυτική οριακή -шаговый(гребного винта) - βήματος (της έλικας)2.(место пересечения двух предметов двух сторон и т.п.) η γωνιά, ο κόμβοςτοσημείο συνάντησης (δύο αντικειμένων ή πλευρών).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > угол
-
2 походный
επ.εκστρατευτικός, της εκστρατείας•-ая палатка σκηνή εκστρατείας•
-ая кровать κρεβάτι εκστρατείας.
|| της πορείας•походный марш βάδισμα πορείας•
-ая колонна φάλαγγα πορείας•
походный порядок σχηματισμός πορείας.
-
3 нагрузка
(мех., эл.) το φορτί/ο, η φόρτισητο φόρτωμαраспределять - у διανέμω/μοιράζω το -сбрасывать - у эл. μειώνω το -снимать - у мех. αφαιρώ/βγάζω το -активная эл. - ενεργό -базовая эл. - βάσης- весов предельная μέγιστο - των βαρών/της ζυγαριάςнесимметричная эл. - ασύμμετρο -посадочная ав. - της προσγείωσηςравномерная - ισομερές -, ομοιόμορφο -сжимающая мех. - της σύνθλιψηςсимметричная эл. - συμμετρικό -тормозная - της πέδης/του φρένουтяговая ав. - της ώσηςциклическая мех. - κυκλικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нагрузка
-
4 конец
конец м 1) (окончание чего-либо.) το τελος \конец пути το τέρμα της πορείας* положить \конец. чему-л. βάζω τέρμα σε κάτι, τερματίζω 2) (путь, расстояние) η απόσταση, η διαδρομή - в конце концов επιτέλους, τελικά* * *м1) ( окончание чего-либо) το τέλοςконе́ц пути́ — το τέρμα της πορείας
положи́ть коне́ц чему́-л. — βάζω τέρμα σε κάτι, τερματίζω
2) (путь, расстояние) η απόσταση, η διαδρομή••в конце́ концо́в — επιτέλους, τελικά
-
5 гиродатчик
το γυροσκοπικό αισθητήριο (όργανο)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гиродатчик
-
6 положение
1. (расположение в пространстве, местонахождение) η θέση, το στίγμα 2. (место, роль отдельного человека в обществе) η θέση 3. (состояние, обусловленное какими-л. обстоятельствами) η κατάστασ/ηфинансовое - см. экономическое -4. (обстановка общественной жизни) η κατάσταση 5. (свод правил, законов по определенному вопросу) о κανονισμός, о κώδικας 6 (утверждение, мысль, тезис) η θέση, το αξίωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > положение
-
7 коррекция
η διόρθωσηамплитудная свз. - του εύρους- гирокомпаса инерциальная (нвг.) κεκτημένη - της γυροπυξίδας- гирокомпаса магнитная (нвг.) μαγνητική - της γυροπυξίδαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > коррекция
-
8 стабилизация
η σταθεροποίηση, η ζυγοστάθμιση- грунтов - των εδαφών, η στερεοποίηση των εδαφώνкурсовая ав. - της πορείαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стабилизация
-
9 ἐξάπτω
A fasten from or (as we say) to, πεῖσμα νεὸς.. κίονος ἐξάψας μεγάλης having fastened it to a pillar, Od.22.466, cf. Il.24.51;ἐ. τι χροός E. Tr. 1220
;τὴν πόλιν τοῦ Πειραιῶς Plu.Them.19
;ἐ. τι ἔκ τινος Hdt.4.64
;ἀπό τινος X.Cyn.10.7
; alsoἐ. ἐκ τοῦ νηοῦ σχοινίον ἐς τὸ τεῖχος Hdt.1.26
; :— [voice] Pass., περὶ τὴν κεφαλὴν ἐξῆμμαι πηνίκην τινά I have a wig fastened on my head, Id.Fr. 898 (s.v.l.).2 metaph., ἐ. στόματος λιτάς let prayers fall from one's mouth, E.Or. 383; τῆς τύχης ἐ. τὰ πραττόμενα consider actions as dependent upon chance, Plu.Sull.6; ἐ. τὴν διαδοχὴν τῶν ἀξίων λόγου continue the narrative, D.L.8.50; ἐξαμμένος ἐκ σώματος dependent on it, Ti.Locr.102e.3 ἐ. τινί τι place upon,ἱκετηρίαν γόνασιν E.IA 1216
;κόσμον νεκρῷ Id.Tr. 1208
; (lyr.).II [voice] Med., hang by, cling to, πάντες ἐξάπτεσθε all hang on, Il.8.20; ἐ. τῆς οὐραγίας, τῆς πορείας, hang on the enemy's rear, on his line of march, Plb.4.11.6,3.51.2; τῶν πολεμίων, τῆς μάχης, D.S.11.17,13.10;τῶν Ἑλληνικῶν ἐ.
attend to..,Plu.
Them. 31;τοῦ πολέμου D.H.6.25
; cling to an authority, Plu.2.1111f.2 hang a thing to oneself, carry it suspended about one, wear,κώδωνας D.25.90
;πέπλους χροός E.Hel. 1186
; ; also ἐ. ναῦς fasten them to one's own ship, take in tow, D.S.14.74; ἐ. τοὺς ἐραστάς have them hanging about one, Philostr.VA8.7.6, cf. Luc.Am.11.B [voice] Act. also, set fire to, [ ὕλαν] Ti.Locr.97e, cf. Thphr.HP9.8.6, App.Hisp.5.II kindle, inflame,πόλεμον Ael.NA12.35
;πυρετόν Gal.6.240
; of love, Chor. in Rh.Mus.49.495; νόσημα aggravate, Id. in Hermes17.234:—[voice] Pass.,πῦρ ἐ. ἐκ λίθων Arist.PA 655a15
; ὑπὸ φιλοσοφίας ὥσπερ πυρός to be inflamed by.., Pl.Ep. 340b; αὖθις οὐκ -ονται they are not rekindled (like Heraclitus' sun), Id.R. 498b;ὑπ' ὀργῆς ἐξαφθέντες D.H.5.38
;πόλεμος ἐξήφθη Str.9.3.8
; are turned to flame,M.Ant.
4.21. -
10 ἐπ-έχω
ἐπ-έχω (s. ἔχω), 1) daraufhalten, -legen; ϑρῆνυν, τῷ κεν ἐπισχοίης πόδας Il. 14, 241; Od. 17, 410; – hinhalten, darreichen, κοτύλην τις τυτϑὸν ἐπέσχεν Il. 22, 494; οἶνον Od. 16, 444; μαζὸν παιδί Il. 22, 83, wie μαστὸν νόϑοισι σοῖς ἐπέσχον Eur. Andr. 225; im med., ἐπὶ χείλεσι πρώτη μαστὸν ἐπισχομένη Euphor. Stob. fl. 78, 5; ähnlich γάλακτι δ' οὐκ ἐπέσχον οὐδὲ μαστῷ τροφεῖα ματρὸς οὐδὲ λουτρὰ χειροῖν Ion 1492; vgl. ποτῷ κρωσσόν Theocr. 13, 46; πιεῖν ἐπέσχον Ar. Nubb. 1364; absol., Pax 1133 ἐσϑίω κἀπέχω, was der Schol. »in den Mund stecken« erkl., s. auch unten med. – 2) auf Etwas loshalten, darauf hinrichten, σκοπῷ τόξον Pind. Ol. 2, 98; ἄλλῳ δ' ἐπεῖχε τόξα Eur. Herc. fur. 984, s. auch med. unten; ὀφϑαλμόν τινι, sein Auge auf Einen richten, Luc. D. Mar. 1, 2; τὴν διάνοιαν ἐπὶ μείζοσι γάμοις, animum advertere, Plat. Legg. XI, 926 b; τὴν γνώμην τῷ πολέμῳ Plut. Aemil. 8; a. Sp. – Daher mit Auslassung des Objects intrans., τί μοι ὧδ' ἐπέχεις; was gehst du so auf mich los? Od. 19, 71; vgl. ἐπὶ δ' αὐτῷ πάντες ἔχωμεν 22, 73, u. unter ἔχω. Her. ἐπεῖχε ἐπὶ Λακεδαιμονίους, er richtete sich gegen die Lacedämonier, griff sie an, 9, 59; κατά τινα, 9, 31; τὰς ἐπὶ σφίσι ναῦς ἐπεχο ύσας Thuc. 8, 105, die auf sie losfuhren; eindringen, ὄχλος τε πᾶς ἐπεῖχε Βακχῶν Eur. Bacch. 1131; ὁ δ' ἤδη τὴν ϑύραν ἐπεῖ χε κρούων Ar. Eccl. 317; Sp., ἄνδρα ἐπέχοντα Πύῤῥῳ Plut. Pyrrh. 16; πρός τι, Ant. 66; ταῖς ἀρχαῖς, den Aemtern nachjagen, Ar. Lys. 490. – Mit ausgelassenem νοῠν, Her. ἐπὶ Νάξον ἐπεῖχον στρατεύεσϑαι οἱ Πέρσαι, 6, 96, sie dachten daran, nahmen sich vor, vgl. 1, 80. 153. – 3) anhalten, zurückhalten, hemmen; ῥέεϑρα Il. 21, 144; ἐπισχὼν χρυσόνωτον ἡνίαν Soph. Ai. 834; πῶς ἐπέσχε χεῖρα μαιμῶσαν φόνου 50; μηδ' ἐπίσχωμεν τὸ πλεῖν Phil. 869; ἐπίσχες ὀργάς Eur. Hel. 1642; οὐκ ἐφέξετε στόμα; Hec. 1283; κλῄσας στόμα χρησμοὺς ἐπέσχον Phoen. 866, hielt sie zurück, verschwieg sie; καί τε καὶ αὐτοὺς ὁ στρατὸς ἐπέσχε Thuc. 4, 5; τὴν ζημίαν, aufgeben, 5, 63; Plat. verbindet ἐπέχων καὶ οὐκ ἀνιείς, Theaet. 165 d. – Τινά τινος, Einen wovon abhalten, woran hindern, ὧν ἐπισχήσω σ' ἐγώ Eur. Andr. 160; εἰ οἴεσϑε ἐπισχήσειν τοῦ ὀνειδίζειν τινὰ ὑμῖν Plat. Apol. 39 d; αὐτοὺς τῆς διώξεως Xen. Hell. 6, 5, 14; pass., τὴν φωνὴν ἐπέσχητο, sie konnte nicht reden, Plut. Brut. 15; – mit dem int. u. μή, ὅς σ' ἐπεῖχ' ἀεὶ μή τοι ϑυραίαν γ' οὖσαν αἰσχύνειν φίλους Soph. El. 507, hinderte dich, die Freunde zu beschimpfen; vgl. Phil. 342; ähnlich Thuc. σὲ μήτε νὺξ μήϑ' ἡμέρα ἐπισχέτω ὥστε ἀνεῖναι 1, 129; Xen. συμβουλεύειν ἐπισχήσομεν, wir werden es verschieben oder damit zögern, Mem. 3, 7, 10, geht ins Intraus. über. – Mit Auslassung des Objects, ἑαυτόν u. ä., intrans., an sich halten, zaudern, inne halten, verweilen, warten; Ἀντίνοος δ' ἔτ' ἐπεῖχε Od. 21, 186; ἐπίσχες, halt an, Aesch. Ch. 883 Prom. 699; ἐπίσχετον μάϑωμεν Soph. Phil. 535; ἀλλ' ἐπίσχες ἕως ἂν σκέψωμαι Plat. Charm. 165 c; μῶν ἐπισχεῖν σοι δοκῶ Ar. Pax 1042; πρὶν ἂν τελευτήσῃ ἐπισχέειν μηδὲ καλεῖν κω ὄλβιον, d. i. seine Meinung zurückhalten, Her. 1, 32; ἐπισχὼν ὀλίγον χρόνον 1, 132; Thuc. u. Folgde. Bei Antiph. 5, 73 steht es dem τὸ παράχρημα entgegen, wie Isocr. 4, 175 στρατιὰν ἐπισχεῖν dem ἐπειχϑῆναι. – So mit dem genit., ἐπίσχες τοῠ δρόμου Ar. Av. 1200; τῆς πορείας Xen. Cyr. 4, 2, 12; ἐπέσχον τοῠ λόγου Plat. Lys. 210 e; τοῠ γράφειν Phaedr. 257, sich des Schreibens enthalten, davon abstehen, wenn man nämlich schon angefangen hat; vgl. Parmen. 152 d; so ἐπισχὼν ὧν ὥρμ ηκε Dem. 14, 5 u. A. Auch περί τινος, wo etwa διαλέγεσϑαι, πράττειν u. ä. zu ergänzen, Thuc. 5, 32. 8, 5; Plut. – Eur. Phoen. 449 verbindet es mit dem partic., τάσσων ἐπ έσχον, wie Ar. Equ. 915 εἰς ἣν ἀναλῶν οὐκ ἐφέξεις. – Nach der aus Her. 1, 32 angeführten Stelle wird es bes. bei den Skeptikern der Kunstausdruck: seinen Beifall über Etwas zurückhalten, sich nicht für Etwas entscheiden, Sext. Emp., vgl. ἐφεκτικός. – 4) innehalten, bes. einen Raum, sich darüber hinerstrecken, χῶρον ἅπαντα, ὅσσον ἐπέσχε νέκυς Il. 23, 190, wie ὁπόσσον ἐπέσχε πυρὸς μένος, soweit das Feuer reichte, 238; ἑπ'ὰ δ' ἐπέσχε πέλεϑρα 21, 407; πρὸ τῆς ἐλαίης τοὺς κλάδους γῆν πᾶσαν ἐπισχεῖν Her. 7, 19; vgl. 8, 32 u. bes. 9, 31 ἐπέσχον Κορινϑίους, standen ihnen in der Schlachtordnung gegenüber. Inne haben, in seiner Gewalt haben, Thuc. 2, 101 u. öfter; δαίμονος πάντα ἐπέχοντος Xen. Conv. 8, 1; εὐχαὶ καὶ ϑυσίαι ἐπεῖχον τὴν πόλιν Pol. 3, 112, 8; κραυγὴ ἐπέχει τὴν ἐκκλησίαν D. S. 13, 87. – Ohne Casus, obwalten, die Oberhand haben, übh. statthaben; τύχην, ἣ νῠν ἐπέ χει Dem. 18, 253; ἢν μὴ λαμπρὸς ἄνεμος ἐπέχῃ Her. 2, 96 wie τῶν ἐτησίων ἐπεχόντων Pol. 5, 5, 6; vgl. Plat. Sert. 17, ἐπεὶ σκότος ἐπέσχεν Mar. 20. Vgl. noch σεισμοὶ ἐπὶ πλεῖστον μέρος γῆς καὶ ἰσχυρότατοι ἐπέσχον Thuc. 1, 23, wie D. Cass. 68, 25 ἐπ ὶ πλείο υς ἡμέρας ὁ σεισμὸς ἐπεῖχεν. Aber Her. 4, 199 ist ἐπ' ὀκτὼ μῆνας Κυρηναίο υς ἐπέχει zugleich »er beschäftigt sie«. – Bei Hes. Th. 177 steht das med. in der Bdtg »sich hinerstrecken«; – ἐπισχόμενος βάλεν ἰῷ, sich danach hinrichtend, d. i. darauf zielend, Od. 22, 15; φάσγανα, sein Schwert auf Jem. richten, Ap. Rh. 2, 274; χειρὸς ἐπ ισχόμενος, sich an der Hand haltend, 4, 751, vgl. 1609; ἐπισχόμενος δέπας ἀμφοτέρῃσι πῖνε 1, 472, an senen Mund halten, wie Plat. Phaed. 117 c; aber Conv. 216 a ἐπισχόμενος τὰ ὦτα = sich die Ohren zuhalten; vgl. Plut. Pomp. 55. – Bei Thu. 7, 33 ist ἐπέσχοντο v. l. für ἐπέσχον τό; an sich halten, zögern, ἐπείχετο κατὰ τοὺς Ἀϑηναίο υς Pol. 30, 17 E.
-
11 ἐν-αύω
ἐν-αύω, anzünden; πῦρ τινι, Einem Feuer anzünden, od. ihn Feuer anzünden lassen, Her. 7, 231; Xen. Mem. 2, 2, 12; es wurde verboten μήτε πῠρ ἐναύειν τούτῳ (einem Geächteten) μήτε συσσιτεῖν μηδένα μήτε ϑυσιῶν τῶν γενομένων κοινωνεῖν Din. 2, 9; Pol. 9, 40, 5. – Med., πῦρ ἐναύεσϑαι, sich Feuer anzünden, holen, B. A. 13, 20, aus Cratin.; ἐκ τοῠ βωμοῠ Ael. bei Suid.; ἐκ τῆς Αἴτνης Luc. Tim. 6; ἀπὸ ἑτέρου πυρός Plut. Num. 9. Uebertr., τὸ ϑάρσος τῆς πορείας παρὰ τῆς Ἐλευσινίας ἐναύσασϑαι Plat. Ax. 371 e, sich den Muth entzünden, anfeuern; τὸν λόγον, den Stoff, die Veranlassung der Rede woher nehmen, Ael. bei Suid.
-
12 гироскоп
το γυροσκόπιοкорректировать - διορθώνω/ρυθμίζω τοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > гироскоп
-
13 перемена
1. (замена, смена одного другим, изменение) η μεταβολή, η μετατροπή, η αλλαγή 2. (перерыв между уроками) το διάλειμμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перемена
-
14 прокладка
1. (уплотнительная деталь) το παρέμβυσμαводонепроницаемая - υδατοστεγές -, υδατοστεγανό -резиновая - λαστιχένιο/ελαστικό -2. (проставочная деталь) το διαχωριστικό (τεμάχιο/στοιχείο) 3. (операция укладки или проводки) η τοποθέτηση, η κατασκευή, η χάραξηрельсовая - των τροχιογραμμών/ραγών4. (линии, пути) (нвг.) η χάραξηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прокладка
-
15 курсовой
επ.της κατεύθυνσης, της πορείας. || του φοιτητικού έτους•-ая работа ετήσια φοιτητική εργασία•
-ое собрание συνέλευση κατά φοιτητικά έτη.
|| της θεραπείας. || η τρέχουσα τιμή, αξία•-я цена акций η τρέχουσα αξία μετοχών.
-
16 ходовой
επ.1. κινητικός, της κίνησης, της πορείας, του πλου ή της πτήσης•-ые качества самолта οι πτητικές τελειοποιήσεις του αεροπλάνου•
-ые испытания судна δοκιμές πλου σκάφους.
|| χρησιμοποιούμενος• εύχρηστος•-ая дорога χρησιμοποιούμενη οδός.
|| ευρισκόμενος σε λειτουργία•-ые автомобили αυτοκίνητα σε λειτουργία.
2. κινητός, μετακινούμενος.3. πλατιά, χρησιμοποιούμενος, πολύ συνηθιζόμενος. || πολύ διαδομένος•-ые идеи πολύ διαδομένες ιδέες.
4. ικανός• καπάτσος, καταφερτζής.εκφρ.- ое судно – σκάφος που πλέει προς τον άνω ρουν•ходовой парк – ντεπό επιδιορθωμένων μηχανών. -
17 κατάρχω
A make beginning of a thing, c.gen., τίνες κατῆρξαν.. μάχης; A.Pers. 351; ὁδοῦ κατάρχειν lead the way, S.OC 1019;δεινοῦ λόγου Id.Tr. 1135
;λόγων Χρησίμων Ar.Lys. 638
, cf. Pl.Prt. 351e, etc.;τραυμάτων Ascl.Tact.7.1
; τὸ κατάρχον αἰσθήσεως, τῆς κινήσεως, the source of perception, of motion, Gal. 5.588: rarely c. acc., begin a thing,θαυμαστόν τινα λόγον Pl.Euthd. 283b
: c. part., begin doing, X.Cyr.1.4.4, 4.5.58: abs., Pl.Smp. 177e, Arist.Mu. 399a15.2 θανόντα δεσπόταν γόοις κατάρξω I will lead the dirge over.., E.Andr. 1199 (lyr., with reference to the religious sense, infr. 11.2).II [voice] Med., begin, like [voice] Act., c. gen.,ἐχθρᾶς ἡμέρας κατάρχεται Id.Ph. 540
;τοῖς κατηργμένοις τῆς πορείας Pl.Phdr. 256d
;κ. τῆς προσβολῆς Plb.2.67.1
;τοῦ λόγου Plu.2.151e
: c. acc., κ. νόμον, στεναγμόν, E.Hec. 685 (s. v. l.), Or. 960 (both lyr.): abs., κατάρχεται μέλος is beginning, Id.HF 750 (lyr.), cf. 891 (lyr.);τὸ -άρξασθαι Ael. Tact.17
.2 in religious sense, begin the sacrificial ceremonies, once in Hom., began [the sacrifice] with the washing of hands and sprinkling the barley on the victim's head, Od.3.445: abs., Hdt.4.60, 103, And.1.126; κατάρχομαι μέν, σφάγια δ' ἄλλοισιν μέλει I begin the rite, but leave the slaughter of the victim to others, E.IT40; ἐπὶ τῶν θυσιῶν κριθαῖς κ. D.H.2.25: c. gen., κατάρχεσθαι τοῦ τράγου make a beginning of the victim, i. e. consecrate him for sacrifice by cutting off the hair of his forehead, Ar.Av. 959; ἐπεὶ δὲ αὐτοῦ (sc. Ἡρακλέος)πρὸς τῷ βωμῷ κατάρχοντο Hdt.2.45
; πῶς δ' αὖ κατάρξῃ θυμάτων; E.Ph. 573, cf.IT56, 1154;κατάρξασθαι τῶν ἱερῶν D.21.114
: metaph.,σκυτάλην λαβών μου κατήρξατο Luc.Somn.3
, cf. Plu.Caes.66:—so later in [voice] Act., Hld.2.34, al.b sacrifice, slay, ξίφει, φασγάνῳ κ., E.Alc.74, El. 1222 (lyr.):— [voice] Pass., ᾗ (sc. τῇ θεᾷ) σὸν κατῆρκται σῶμα hath been devoted, Id.Heracl. 601.III [voice] Act., rule, govern, c. gen., Alciphr.3.44 (s.v.l.).IV κατάρξω ὑμᾶς ἐν σκορπίοις will chastise you.., LXX 3 Ki.12.24r.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάρχω
-
18 ἐμ-ποδίζω
ἐμ-ποδίζω, im Wege sein, verhindern, hemmen; τὸ φωτῶν ἀλαὸν γένος ἐμπεποδισμένον (ὀλιγο-δρανίᾳ) Aesch. Prom. 549; χαἰ σοφαὶ γνῶμαι ἐμποδίζονται ϑαμά Soph. Phil. 432; ϑώμεσϑα δὴ τὰς κάλπιδας χαμᾶζε, ὅπ ως ἂν μὴ τοῠτό μ' ἐμποδίζῃ Ar. Lys. 359; τὸ ἐμποδίζον τοῠ ἰέναι, am Gehen hinderlich, Plat. Crat. 419 c; so τῆς πορείας D. Sic. 14, 28; τὸ ἐμπ. καὶ ἴσχον τῆς ῥοῆς Plat. Crat. 416 b; οὐδεὶς ἡμᾶς ἐμποδιεῖ Lys. 210 b; mit folgendem inf., ἐμποδίζοιτο μὴ πράττειν οὕτω τὴν πρᾶξιν Conv. 183 a; ἐνεπόδιζον τὸν παίοντα Xen. Cyr. 2, 3, 10; νῦν δέ με τὸ γῆρας ἐμποδίζει Isocr. 15, 59, wo vor Bekker μοι stand; ἐμποδιεῖν αὐτὸν πρὸς τὰ πράγματα, ihm in Beziehung auf die Geschäfte hinderlich sein, Isocr. ep. 4, 11; auch τινί, Arist. Eth. 1, 10, 12 Polit. 4, 15, ταῖς ἐπιβολαῖς Pol. 5, 14, 11; ταῖς χορηγίαις τῶν πολεμίων, die Zufuhr abschneiden, 5, 111, 4; – in Fesseln binden, τὸ ἱρήϊον ἐμπεποδισμένον τοὺς πόδας Her. 4, 60; κέχηνεν ὥςπερ ἐμποδίζων ἰσχάδας, als wenn er Feigen anbinde, an Stielen anreihe, Ar. Equ. 752. Die Schol. geben verschiedene Erkl., z. B. wie die Kinder die Feigen in die Höhe werfen und sie mit offenem Munde auffangen, etwa wie wir: er sperrt das Maul auf, als sollten ihm gebratene Tauben hineinfliegen. – Med., τὴν ἀπ' ἄλλων ἐμποδίζεται δόσιν Philem. fr. inc. 72.
-
19 επαιτιαομαι
(fut. ἐπαιτιάσομαι, aor. ἐπῃτιασάμην)1) обвинять, винить(τινά τινος Thuc., Dem., τινά τινι Aesch., τινα ποιεῖν τι Soph., Thuc., Aeschin. и τινα ὅτι … Her., Thuc.)
2) жаловаться, сетоватьτέν ξυμφορὰν τῆς φυγῆς ἐπῃτιάσατο Thuc. — (Алкивиад) жаловался на горечь (своего) изгнания
3) приводить в оправдание, ссылаться в извинение, выдвигать в качестве предлога или причины(τὸ μῆκος τῆς πορείας ἐ. Plat.)
αἰτίας ἐ. Plat. — приводить причины -
20 курсопрокладчик
ο υποτυπωτής της πορείας, ο αυτόματος δείκτης της θέσης (του εδάφους).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > курсопрокладчик
См. также в других словарях:
Γραβιάς, χάνι της- — Το ονομαστό πανδοχείο γύρω από το οποίο δόθηκε μάχη που αποτέλεσε σύμβολο ηρωισμού στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης του 1821. Βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Γερολέκα, στη βόρεια έξοδο του στενού της Άμπλιανης, μεταξύ Παρνασσού και Γκιόνας.… … Dictionary of Greek
Γρηγόριος της Τουρ — (538 – 594 μ.Χ.). Γάλλος επίσκοπος και ιστοριογράφος. Αγωνίστηκε με ζήλο για την προστασία των δικαιωμάτων της Εκκλησίας και κυρίως εκείνου της παροχής άσυλου, χωρίς να διστάσει να εναντιωθεί ακόμη και στον ίδιο τον βασιλιά Χιλπέριχο. Όταν ο… … Dictionary of Greek
Σαμαριάς, φαράγγι της- — Φαράγγι άγριας μεγαλοπρέπειας στην επαρχία Σφακιών του νομού Χανίων της Κρήτης. Αρχίζει από το οροπέδιο του Ομαλού και φτάνει σχεδόν ως την ακτή της Αγίας Ρούμελης στο Λιβυκό πέλαγος. Το ύψος των πλευρών του φτάνει σε πολλά σημεία τα 600 μ. με… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek